 |
Βατερά |
Την κυρά του καλοκαιριού αντάμωσε το φθινόπωρο στην ακροθαλασσιά κι είπε να τη φλερτάρει με ένα του σφύριγμα. Κείνη ρίγησε σαν την έκλωσε με το ψυχρό του αγέρι κι άφησε το κύμα να ξεθυμάνει πάνω στην άμμο που συλλογιέται τη μοναξιά της στα ίχνη ποδιών που πέρασαν κι αναπολεί το θέρος.
Για παιδιών το πέρασμα μιλούν η πλαστική τσουγκράνα με το φτυαράκι που έχτισαν αμμόπυργους και θησαυρούς της θάλασσας βρήκαν και μάζεψαν κάτω απ΄τα βότσαλα.
 |
Νυφίδα -Πολυχνίτος |
Την ώρα του δειλινού μένουν δίχως ανθρώπου συντροφιά οι αναπαυτικές καρέκλες υπομένοντας αμίλητα τη μοναξιά τους. Τους λείπει η γεύση του παγωτού, η δροσιά του φρέσκου χυμού μα και η απόλαυση του παγωμένου καφέ.
Μπορεί και να ηρεμεί ο κόσμος γύρω τους απ΄τη βουή του καλοκαιριού.
 |
Αγ. Βαρβάρα-Πλωμάρι |
Ερωτοτροπεί ο ήλιος την ώρα που πάει να γύρει με τη θάλασσα στα λαμπυρίσματά της. Σκιές γίνονται και χάνοται στο βάθος τα καράβια , σκιές τα βράχια κι οι θερινές κατοικίες.Το τοπίο ηρεμεί. Μπορεί και άθελά του. Ησυχάζει όμως απ΄τη βοή του κόσμου, το πέρασμα του γρήγορου σκάφους, το ανασκάλεμα του βότσαλου, της άμμου...
Μένει μόνο του πια το τοπίο, έτοιμο να καρτερά της φύσης τα στοιχειά που κουβαλά ο χρόνος. Να δει τη θάλασσα που θα αγριεύει για να σκεπάσει τα βράχια και να ξεθυμάνει στη στεριά για να ξεβράσει φύκια,να ακούσει το μουγκρητό της, να δει την άμμο να τραβιέται από τη λύσσα της θάλασσαςκαι το φύσημα του αέρα...
Μένει μόνο του το τοπίο...έτσι όπως το ζωγράφισε ο πλάστης και τ΄απόθεσε στο σύμπαν ως μεγαλούργημα.
Εκεί θα μένει, εκεί θα στέκει πιστό στην υπόσχεση μελλοντικού ανταμώματος.
Μαριάνθη Βάμβουρα-Γιάνναρου